Άρθρο του Κώστας Βεργόπουλου από την Ελευθεροτυπία της Παρασκευής. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η κριτική που κάνει στην αριστερά, γύρω από το πόσο αντισυστημική είναι και κατά πόσο μπορεί πολιτικά να εκφράσει τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό. Μια συζήτηση που οφείλει να ανοίξει μετά τις εκλογές:
Ο μεγάλος απών
Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ
Με την είσοδο στην τελική ευθεία αναμέτρησης των πολιτικών δυνάμεων, επιβεβαιώνονται όχι ένα, αλλά δύο τουλάχιστον ελληνικά «παράδοξα» στον ευρωπαϊκό χώρο.
Σε ολόκληρη την Ευρώπη, μέχρι σήμερα, η παρατεινόμενη οικονομική κρίση, παρά πάσαν προσδοκίαν, ενισχύει συντηρητικές δυνάμεις, κονιορτοποιεί σοσιαλδημοκρατικές και αριστερές, υπό οιαδήποτε εκδοχή τους. Στη χώρα μας, σημειώνεται ακριβώς αντίθετη εξέλιξη. Η Δεξιά καταρρέει σε συνθήκες ευρυνόμενης κοινωνικής δυσαρέσκειας, ενώ η ελληνική παραλλαγή της Σοσιαλδημοκρατίας βρίσκει απροσδόκητα ανανεωμένη κοινωνική αξιοπιστία, οδεύει προς άνετη κατίσχυση και αυτοδυναμία.
Δεύτερο ελληνικό «παράδοξο» είναι η καθημερινά επιβεβαιούμενη πολιτική κάμψη της λεγόμενης «ριζοσπαστικής Αριστεράς», αυτής ακριβώς που μέχρι πρόσφατα ανερχόταν, με κατά πολύ υπέρτερη κοινωνική απήχηση, επαγγελλόμενη την «αντισυστημική» ανατροπή. Το δεύτερο σημείο εγγίζει τα όρια αινίγματος, εάν ληφθεί υπ'όψη ότι επέρχεται σε στιγμή βαθύτατου πολιτικού και οικονομικού αδιεξόδου της χώρας, με καταγεγραμμένη ευρύτατη λαϊκή δυσαρέσκεια όλων των κατηγοριών του πληθυσμού, δηλαδή σε ιστορική στιγμή, κατά την οποία θα έπρεπε η ριζοσπαστική πολιτική να αποκομίζει τα μέγιστα οφέλη. Δεν αποκλείεται, η απάντηση στα δύο «παράδοξα» να δίδεται με ενιαίο τρόπο, δηλαδή η εξήγηση του ενός να ισχύει ταυτόχρονα και για το άλλο.
Το κλειδί για την αναστήλωση της ελληνικής εκδοχής της Σοσιαλδημοκρατίας θα πρέπει ν' αναζητηθεί λιγότερο στην ικανότητά της να ανταποκρίνεται στις λαϊκές προσδοκίες και περισσότερο στην πρωτοφανή αποτυχία των άλλων δύο πολιτικών πτερύγων ν' ανταποκριθούν στις αναμονές, που είχαν αμφότερες αρχικά υποδαυλίσει, αποκομίζοντας οπωσδήποτε κάποια προσωρινά πλεονεκτήματα, που όμως σήμερα πλέον έχουν και για τις δύο χαθεί. Η Νέα Δημοκρατία είχε επανέλθει στην πολιτική σκηνή όχι με συντηρητικά συνθήματα, αλλά με κεντρώο στίγμα και στην επαγγελία κάποιου «καλού ΠΑΣΟΚ», πέραν της διαπλοκής και διαφθοράς των ετών που είχαν προηγηθεί. Ομως ο απολογισμός της στάθηκε αποκαρδιωτικός σε όλα τα πεδία ανεξαιρέτως. Επί πλέον, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές συντηρητικές κυβερνήσεις, που σήμερα επαγγέλλονται τη διατήρηση του λαϊκού εισοδήματος κατά την οικονομική κρίση, η ελληνική Δεξιά, πανικόβλητη μπροστά στην επιτήρηση των Βρυξελλών, προεξοφλεί ως δήθεν «αναπόφευκτη» την περικοπή των λαϊκών εισοδημάτων όλων των κατηγοριών. Η κατάρρευση δεν θα ήταν μοιραία, θα μπορούσε να την αποφύγει, εάν είχε επιλέξει την πολιτική των Ευρωπαίων συντηρητικών ομολόγων της. Ομως, διολίσθησε σε αντίθετες και απροκάλυπτα αντιδραστικές επιλογές, των οποίων σήμερα καταβάλλει το τίμημα.
Το κενό εξουσίας, που έγινε αισθητό πολύπλευρα από το φθινόπωρο του 2008, πυροδότησε προσδοκίες ταχείας επαναφοράς του ΠΑΣΟΚ, θέτοντας σε παρένθεση προφανείς και καίριες αδυναμίες του, στο μέτρο που η ελληνική παραλλαγή της Σοσιαλδημοκρατίας, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές, επαγγέλλεται όχι τη συρρίκνωση του λαϊκού εισοδήματος, αλλά την ενίσχυσή του. Οχι την τυφλή υποταγή στον Αλμούνια, αλλά την επαναδιαπραγμάτευση. Ομως, η ελληνική κοινωνία δεν είναι θύμα απλής υστέρησης των εισοδημάτων, αλλά θύμα «λουμπενοποίησης» ευρύτατων κατηγοριών του πληθυσμού, ιδίως στις νεανικές ηλικίες, που παραμένουν επί δεκαετίες χωρίς την παραμικρή κοινωνική ένταξη. Η δικαιότερη κατανομή των εισοδημάτων συνιστά σοβαρό και επείγον αίτημα, όμως, στις ελληνικές συνθήκες, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού προσβλέπουν όχι μόνον σε ποσοτικές μεταβολές, αλλά και σε ριζοσπαστικές ανατροπές, που θ' ανοίξουν την ελληνική κοινωνία στους νέους. Η διάθεση αυτή καταγράφηκε κοινωνικά, και για λογαριασμό πολλών άλλων ευρωπαϊκών κοινωνιών, με την μαζική και «μαύρη» νεανική εξέγερση του περασμένου Δεκέμβρη, που έτυχε ευρωπαϊκής και παγκόσμιας κατανόησης στον ορίζοντα του σημερινού παγκόσμιου αδιεξόδου. Ομως, το τμήμα της Αριστεράς, που έπραξε το καθήκον του ανιδιοτελώς, χωρίς πολιτικό έλεγχο των εξεγερμένων, δεν μπόρεσε στη συνέχεια να διατυπώσει πολιτικό πρόταγμα αντίστοιχο του μηνύματος που η κοινωνία είχε εκπέμψει. Ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός υπάρχει και συνεχίζει να επεκτείνεται, ο πολιτικός ριζοσπαστισμός απουσιάζει, παραμένει μέχρι σήμερα υποθετικός και ανεύρετος.
Δεν είναι πρώτη φορά στην Ιστορία που, μετά από λαϊκή εξέγερση, η κάλπη εκφράζεται διαφορετικά. Από την επιτυχή εξέγερση του Φεβρουαρίου του 1848 στη Γαλλία, προέκυψε αυταρχικό Κοινοβούλιο τον άμεσως επόμενο μήνα. Η ιστορική εξέγερση του Μάη του 1968 κατέληξε σε σαρωτική εκλογική κατίσχυση του Ντε Γκολ. Η κοινωνική αφύπνιση δεν βρήκε αντίκρισμα στις ψήφους.
Οταν ο Συνασπισμός διαβεβαιώνει ότι το κατεστημένο έχει θορυβηθεί με τον λαϊκό ριζοσπαστισμό, δεν σφάλλει. Ομως, ο ίδιος δεν είναι αμέτοχος αυτής της ανησυχίας. Απώλεσε αξιοπιστία στη διεκδίκηση του ριζοσπαστικού κοινωνικού χώρου και σήμερα ουδένα πολιτικό φόβο προκαλεί. Η πολιτική δυναμική του εκάμφθη, στο μέτρο που δεν εξέπεμψε σαφές πολιτικό στίγμα ούτε προσδιόρισε διαδικασίες που θα απέφεραν το ζητούμενο. Οταν οι δημοσκοπήσεις τον επίστωναν με υψηλή συμπάθεια κοινής γνώμης, αυτό, αντί ευεξίας και πολιτικής ευφευρετικότητος, προκαλούσε αμηχανία και πανικό στις οργανώσεις του: το πολιτικό επίτευγμα εισπραττόνταν ως οργανωτική αδυναμία. Η χαμηλή επίδοση στις ευρωεκλογές, αντί να κατανοηθεί ως έλλειμμα πολιτικού στίγματος και προοπτικής, παρουσιάστηκε ως οργανωτικό πρόβλημα. Ομως, η μετατροπή των ιδεολογικών και πολιτικών ζητημάτων σε οργανωτικά δεν συνιστά ριζοσπαστισμό και μάλιστα διαθέτει αρνητικές περγαμηνές από το παρελθόν. Η άποψη «καλύτερα λιγότεροι αλλά οργανωμένοι, παρά περισσότεροι αλλά ανοργάνωτοι» δεν είναι καινούργια, αλλά φορτισμένη με δυσάρεστες αναμνήσεις. Τα οργανωτικά αντανακλαστικά υπερίσχυσαν του ανοίγματος στην κοινωνία και αυτή εξωθήθηκε σε ακόμη βαθύτερη απόγνωση. Παρά την αναμόρφωση του ΠΑΣΟΚ, η ανανεωμένη αξιοπιστία του προέρχεται λιγότερο από το ίδιο και περισσότερο από την επέκταση της κοινωνικής απόγνωσης και την αποτυχία των άλλων πτερύγων να την εκφράσουν πολιτικά. Ομως η εκλογική επιτυχία δεν συνεπάγεται διόλου και την κοινωνική. Το σημείο αυτό, ενώ ανησυχεί ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, εν τούτοις εντυπωσιακά απουσιάζει από την προεκλογική ρητορική.
1 σχόλιο:
Δείτε σχολιασμό του άρθρου του Κ. Βεργόπουλου και το πώς δημοσιεύεται μέρος του στην αυγή http://enosy.blogspot.com/2009/09/blog-post_27.html
Δημοσίευση σχολίου