του Κώστα Παπουλή από το Δρόμο
Krugman, ΟΝΕ και ευρωπαϊκή «αριστερή» μυωπία…
Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο των Krugman-Obstfeld, Διεθνής Οικονομική και συγκεκριμένα το κεφάλαιο 20, Oι άριστες νομισματικές περιοχές, και η ευρωπαϊκή εμπειρία, καταλαβαίνει ορισμένες θέσεις των συγγραφέων.
Ας δούμε αυτές που μας φαίνονται ως κυριότερες:
α) Η ένταξη σε μια περιοχή σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΟΝΕ), για μια χώρα, έχει κόστη και οφέλη. Από τη μια είναι το λεγόμενο όφελος νομισματικής αποτελεσματικότητας που ισούται με την εξοικονόμηση πόρων από την αποφυγή της αβεβαιότητας, της σύγχυσης και του κόστους των συναλλαγών, τον χαμηλό -αν έχει η περιοχή- πληθωρισμό, της αξιοπιστίας της χώρας και από την άλλη είναι το λεγόμενο κόστος της απώλειας οικονομικής σταθερότητας, που προκύπτει από την παραίτηση από την χρήση των εργαλείων της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, για τη σταθεροποίηση του προϊόντος και της απασχόλησης.
Το όφελος είναι μεγαλύτερο από το κόστος για τη χώρα, αν η τελευταία έχει έναν υψηλό βαθμό οικονομικής ολοκλήρωσης με την περιοχή, δηλαδή όσο πιο εκτεταμένες είναι οι διασυνοριακές συναλλαγές της και η κίνηση των συντελεστών παραγωγής. Ακόμη, ο υψηλός βαθμός οικονομικής ολοκλήρωσης, οδηγεί σε διεθνή σύγκλιση των τιμών και σε κοινά-χαμηλά, επίπεδα πληθωρισμού.
Αν σε αυτά που λέει ο Krugman, για μια υποθετική χώρα, βάλουμε την Ελλάδα, είναι σαφές ότι αυτή δεν έχει σημαντικό βαθμό οικονομικής ολοκλήρωσης με την ζώνη του ευρώ, άρα ζημιώνεται ποικιλοτρόπως. Παρόμοια είναι και η τοποθέτηση ενός άλλου Νομπελίστα οικονομολόγου του Mundell, που θέτει ως προϋπόθεση μιας άριστης νομισματικής περιοχής, τους κοινούς οικονομικούς κύκλους των χωρών που την αποτελούν. Αντίθετα στην Ευρωζώνη οι οικονομικοί κύκλοι των χωρών του Νότου, είναι αντίθετοι με τους οικονομικούς κύκλους της Γερμανίας και των εθνών της παλιάς Μπενελούξ και εφόσον κυριαρχούν οι τελευταίες, η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα ασκεί μια επιζήμια πολιτική, για τις ανάγκες των εθνικών οικονομιών του Νότου. Η Ελλάδα, λοιπόν, που οι περισσότερες εξαγωγές της κατευθύνονται εκτός ευρώ, παρουσιάζει μεγάλα μεγέθη πληθωρισμού, και ανάποδο οικονομικό κύκλο, τελικά μικρό βαθμό οικονομικής ολοκλήρωσης, γιατί να παραμείνει στην ζώνη του ευρώ;
β) Το ίδιο ερώτημα θέτει ο Κrugman για την Καλιφόρνια -που όταν γραφόταν το συγκεκριμένο βιβλίο βρισκόταν σε μεγάλη κρίση-: αν τη συμφέρει να αποκτήσει δικό της νόμισμα, ώστε να το υποτιμήσει και να μετατοπίσει την παγκόσμια ζήτηση από αλλού, προς τα προϊόντα της και να αντιμετωπίσει την ύφεση και την ανεργία. Απαντάει αρνητικά, επειδή ναι μεν η υψηλή ανεργία της Καλιφόρνια είναι ένα δυσάρεστο παράδειγμα απώλειας της οικονομικής αποτελεσματικότητας, αλλά έτσι δε η πολιτεία θα έχανε και τα οφέλη που απορρέουν από το oμοσπονδιακό δημοσιονομικό σύστημα των ΗΠΑ. Εδώ πάλι το ευρώ αξιολογείται αρνητικά, αφού η Ε.Ε. δεν διαθέτει μια ανάλογη ομοσπονδιακή δημοσιονομική δομή, ώστε αυτόματα να μεταβιβάζει πόρους, είτε με τη μορφή κοινωνικών παροχών, είτε μέσω άλλων μεταβιβαστικών πληρωμών, από τις πλουσιότερες περιφέρειες προς τις φτωχότερες. Αν, λοιπόν, στη θέση της Καλιφόρνια βάλουμε την Ελλάδα, το συμπέρασμα είναι προφανές.
γ) Ένας σημαντικός παράγοντας που δημιουργεί οικονομικές διαταραχές σε μια χώρα, σε σχέση με την Eυρωζώνη, είναι η ανομοιογένεια των οικονομικών δομών. Όμως, στην Ε.Ε., έχουμε από την μια τη Βόρεια Ευρώπη με μεγαλύτερα αποθέματα κεφαλαίου και εξειδικευμένης εργασίας και από την άλλη την Νότια Ευρώπη (Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα, Ν. Ιταλία) με προϊόντα εντάσεως εργασίας. Αναρωτιέται εδώ ο Κrugkman, αν η ολοκλήρωση θα αυξήσει ή θα εξαλείψει αυτές τις διαφορές. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η τελευταία έκδοση του παραπάνω βιβλίου που αναφερόμαστε είναι το 2000 και η ζωή και η πραγματικότητα, έδωσαν την απάντηση με τη δημιουργία ενός καταμερισμού της εργασίας, κατά πολύ δυσμενέστερου για τον Νότο και ιδιαίτερα την Ελλάδα.
δ) Η συνθήκη του Μάαστριχτ και το συμπληρωματικό Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης που αυστηροποίησε τους δημοσιονομικούς κανόνες, δημιουργούν επιζήμιες απώλειες της δημοσιονομικής αυτονομίας, δεδομένης μιας απουσίας της εθνικής νομισματικής πολιτικής, ιδιαίτερα σε συνθήκες ύφεσης. Μάλιστα, μπορεί να απαιτηθεί αυστηρή δημοσιονομική αναδιάρθρωση σε περίοδο ύφεσης, όταν δηλαδή οι συσταλτικές επιδράσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Πώς μπορεί τώρα σε μια χώρα να αποκατασταθεί η ισορροπία; Μόνο μέσα από μια περίοδο επίπονης ύφεσης, στη διάρκεια της οποίας οι τιμές των αγαθών και των μισθών θα μειωθούν σημαντικά. Η ένταση μάλιστα της ύφεσης, είναι αντίστροφη με τον βαθμό οικονομικής ολοκλήρωσης αυτής της χώρας, με την ζώνη του ευρώ. Το ευρώ, λοιπόν, θα δοκιμαστεί, όταν μια χώρα εισέλθει σε μια μεγάλη περιπέτεια.
Το κίνητρο για τη συγγραφή του παραπάνω σημειώματος είναι η διαπίστωση, πως ακόμη και ορθόδοξοι οικονομολόγοι, όπως ο Krugman, μπορούν να δουν κριτικά τόσο το ευρώ, όσο και τα οφέλη-κόστη που έχει η συμμετοχή μιας χώρας στην Ευρωζώνη, ενώ μεγάλο τμήμα -όχι μόνο της ελληνικής-Αριστεράς αρνείται την στοιχειώδη συζήτηση, δείγμα της «ευρωπαϊκής» ιδεοληπτικής της τύφλωσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αρθογραφία του ο Krugman, δίπλα στην ανάγκη παραγραφής του μεγαλύτερου τμήματος του ελληνικού χρέους, τοποθετεί και το ζήτημα της εξόδου από το ευρώ. Φυσικά, υπάρχουν και αρκετές άλλες «ανορθόδοξες» κριτικές και αναλύσεις για την ΟΝΕ, πέρα από αυτή του Κρούγκμαν και πιο αιχμηρές και πιο ουσιαστικές.
Κώστας Παπουλής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου