Πολύ ενδιαφέρον στο δρόμο της Αριστεράς
Κι ανοίξαμε πανιά και φύγαμε με πικραμένα σπλάχνα*
Από παντού τίθενται προτεραιότητες κατά βούληση, ενώ επείγει η ολοκληρωτική ανασύνθεση του σκηνικού. Του Γιάννη Τσούτσια
Η επικαιρότητα διαμορφώνεται αδιάφορη,
τετριμμένη, τελικά, εγκλωβιστική. Γεγονός που πιστοποιείται στα
πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και τους αναλυτές που επιλέγουν θέματα
«δεύτερης γραμμής». Δεν είναι που στερέψαμε από σημαντικά γεγονότα.
Είναι που αυτά δεν συγκροτούν κατεύθυνση, νόημα, δεν αρθρώνονται σε μια
κατατεθειμένη πολιτική. Μέσα στη σύγχυση και τον κατακερματισμό, πουθενά
δεν διαφαίνεται ο εμβρυουλκός των εξελίξεων. Κι έτσι πρέπει να υποστεί
αλλαγές το ίδιο το σκηνικό, να αναλυθεί εξαρχής και διαφορετικά, να
ξαναδιαβαστούν οι εξελίξεις, να ανασυντεθεί σε άλλη βάση. Όμως αυτό δεν
αφορά κάποια δημοσιογραφική αναδιατύπωση, αλλά μια πολιτική διαδικασία.
Κι αυτό είναι το ζητούμενο…
Το κομματικό-πολιτικό τοπίο
Τρία χρόνια μετά το Mνημόνιο κι έχουν υποχωρήσει οι κριτικές και οι στοχοποιήσεις περί της αρχιτεκτονικής του πολιτικού συστήματος. Ολοένα και πιο συχνά το πολιτικό σκηνικό προσεγγίζεται με καταγραφικό τρόπο, άκριτα. Η κυβερνητική τρόικα, μέσα στη δική της περιπλάνηση, απολαμβάνει την αναπάντεχη ανάπαυλα οργής και την ανυπαρξία ουσιαστικής αντιπολίτευσης. Μειδιά με τα επικοινωνιακά κολπάκια, τις ανακοινώσεις και τις αλλεπάλληλες «πρωτοβουλίες» που δεν συγκροτούν κανένα σχέδιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ακροβολισμένος, προσηλωμένος στην ιδέα πως όταν επεκταθούν κι άλλο τα μέτρα, όταν φθάσει φθινόπωρο, γίνουν οι εκλογές στη Γερμανία ή προκύψουν απρόσμενα διεθνή γεγονότα, τότε η στρατηγική της είσπραξης, επιτέλους, θα αποδώσει. Η Χρυσή Αυγή όμως εισπράττει πάραυτα. Ο ακτιβισμός της επανέρχεται. Ό,τι κι αν καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις, κάποιο δυναμικό της κοινωνίας, που δεν ακινητοποιείται, την προσεγγίζει. Ανοίγει, έτσι, γι’ αυτήν σιγά-σιγά, ένας νέος κύκλος, με περισσότερες ενισχυτικές κοίτες (και περισσότερες δυσκολίες σύνθεσης), πέρα από το μεταναστευτικό και το αντισυστημικό της ρητορίας της. Παράλληλα, στο σύνολό της η δημόσια πολιτική αποκτά και πάλι παλαιοκομματικά χαρακτηριστικά. Τα αρχαϊκά συμβόλαια ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια: Μια κυβέρνηση που εγκαινιάζει έργα με φόντο μπουλντόζες, μια αντιπολίτευση που ασκείται στα «θα». Πολιτική και μικροπολιτική γίνονται ένα. Προσωπικές, παραγοντίστικες κινήσεις, αυτιστικές μονοθεματικότητες, σωτηριολογικές επινοήσεις, πολυδιάσπαση και υποκειμενισμοί, προσφέρονται, από κάθε κατεύθυνση, σε μια κοινωνία που είναι αντιμέτωπη με τη συνθετότητα των προβλημάτων. Ένα κλίμα δηλαδή, που θυμίζει την μεταπολιτευτική κακοδαιμονία του κινήματος και της Αριστεράς.
Τρία χρόνια μετά το Mνημόνιο κι έχουν υποχωρήσει οι κριτικές και οι στοχοποιήσεις περί της αρχιτεκτονικής του πολιτικού συστήματος. Ολοένα και πιο συχνά το πολιτικό σκηνικό προσεγγίζεται με καταγραφικό τρόπο, άκριτα. Η κυβερνητική τρόικα, μέσα στη δική της περιπλάνηση, απολαμβάνει την αναπάντεχη ανάπαυλα οργής και την ανυπαρξία ουσιαστικής αντιπολίτευσης. Μειδιά με τα επικοινωνιακά κολπάκια, τις ανακοινώσεις και τις αλλεπάλληλες «πρωτοβουλίες» που δεν συγκροτούν κανένα σχέδιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ακροβολισμένος, προσηλωμένος στην ιδέα πως όταν επεκταθούν κι άλλο τα μέτρα, όταν φθάσει φθινόπωρο, γίνουν οι εκλογές στη Γερμανία ή προκύψουν απρόσμενα διεθνή γεγονότα, τότε η στρατηγική της είσπραξης, επιτέλους, θα αποδώσει. Η Χρυσή Αυγή όμως εισπράττει πάραυτα. Ο ακτιβισμός της επανέρχεται. Ό,τι κι αν καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις, κάποιο δυναμικό της κοινωνίας, που δεν ακινητοποιείται, την προσεγγίζει. Ανοίγει, έτσι, γι’ αυτήν σιγά-σιγά, ένας νέος κύκλος, με περισσότερες ενισχυτικές κοίτες (και περισσότερες δυσκολίες σύνθεσης), πέρα από το μεταναστευτικό και το αντισυστημικό της ρητορίας της. Παράλληλα, στο σύνολό της η δημόσια πολιτική αποκτά και πάλι παλαιοκομματικά χαρακτηριστικά. Τα αρχαϊκά συμβόλαια ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια: Μια κυβέρνηση που εγκαινιάζει έργα με φόντο μπουλντόζες, μια αντιπολίτευση που ασκείται στα «θα». Πολιτική και μικροπολιτική γίνονται ένα. Προσωπικές, παραγοντίστικες κινήσεις, αυτιστικές μονοθεματικότητες, σωτηριολογικές επινοήσεις, πολυδιάσπαση και υποκειμενισμοί, προσφέρονται, από κάθε κατεύθυνση, σε μια κοινωνία που είναι αντιμέτωπη με τη συνθετότητα των προβλημάτων. Ένα κλίμα δηλαδή, που θυμίζει την μεταπολιτευτική κακοδαιμονία του κινήματος και της Αριστεράς.
Το αίνιγμα της λαϊκής διαθεσιμότητας
Όσο έτσι διαμορφώνεται το σκηνικό, οι εξελίξεις παραπέμπονται στη μεταβλητή «λαϊκή διαθεσιμότητα». Αυτή θα ορίσει την κίνηση ή την ακινησία, την τροπή των πραγμάτων. Το βιώνουν οι κονδυλοφόροι, το βιώνουν και οι ιθύνοντες. Όλοι στρέφονται σ’ αυτήν, είτε για να την καταγγείλουν ως ανεπαρκή των περιστάσεων -και βεβαίως ως άλλοθι για τη δική τους συμπεριφορά- είτε για αντλήσουν δικαίωση ανοχής για την καθηλωτική γραμμή τους. Σε κάθε περίπτωση, η λαϊκή αποστασιοποίηση είναι το ποιοτικό χαρακτηριστικό της περιόδου. Η εκπροσώπηση καταρρέει. Ένα τμήμα της κιόλας, αναπτύσσεται εκτρωματικά. Ο «Κανένας» εκτοξεύεται. Οι κινητοποιήσεις πάγωσαν. Όχι από ιδεολογική υποστροφή και εναντίωση (παρότι συμβαίνει κι αυτό), αλλά κατ’ οικονομίαν. Ο κόσμος δεν μένει ατάραχος, δεν είναι του καναπέ. Δεξιά και αριστερά, τίθενται προτεραιότητες κατά βούληση, ανακυκλώνοντας τη σύγχυση. Η διάθεση προσφοράς (που υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν είναι και ασήμαντη), αναπτύσσεται βουβά, ανθρωπινά, έξω από τα κανάλια που επιχειρούν να την καρπωθούν. Έχει επιλεγεί η υποχωρητικότητα και η διολίσθηση ως μέθοδος αντίστασης. Και η καρτερία εμφανίζεται ως τακτική επιβίωσης. Αλλά η κοινωνική μηχανική προχωράει. Στηριγμένη στην ψυχική αποδοχή του γεγονότος ότι κομμάτια ολόκληρα της κοινωνίας πετάγονται στον Καιάδα. Πνιγηρός ρεαλισμός επισημαίνουν κάποιοι, σκοτάδι εναλλακτικών, θα υποστήριζαν άλλοι. Η κοινωνία βιώνει μια διάχυτη, απροσδιόριστη αίσθηση κινδύνου. Αιωρείται ο φόβος για το ενδεχόμενο εθνικού διαμελισμού, για τη μαζική μετανάστευση στο εξωτερικό. Μέσα σ’ αυτό το αντιφατικό μάγμα και τη σύγχυση, αυτά τα στοιχεία μέλει να αξιολογηθούν. Να προσπελαστούν, να γίνουν κατανοητά, να προσεταιριστούν και να περιληφθούν στη βάση μιας πολιτικής που θα ήθελε να αποβεί αποτελεσματική. Οι βολονταρισμοί απέτυχαν οικτρά μέχρι τώρα. Οι αποφασιστικού τύπου ρήξεις και συμπυκνώσεις δεν γίνονται δεκτές, πολύ περισσότερο δε όταν εμφανίζουν άγνοια κινδύνου. Είναι ανώδυνη και παρακαμπτική αυτή η κοινωνική συμπεριφορά; Ενδεχομένως, είναι και τέτοια. Ωστόσο, οφείλει να αναταχθεί από μια πολιτική. Ο κόσμος βλέπει τα ερείπια και κλονίζεται, καθηλώνεται. Τα βλέπει απαθής και η Αριστερά, χωρίς να ντρέπεται για λογαριασμό της…
Όσο έτσι διαμορφώνεται το σκηνικό, οι εξελίξεις παραπέμπονται στη μεταβλητή «λαϊκή διαθεσιμότητα». Αυτή θα ορίσει την κίνηση ή την ακινησία, την τροπή των πραγμάτων. Το βιώνουν οι κονδυλοφόροι, το βιώνουν και οι ιθύνοντες. Όλοι στρέφονται σ’ αυτήν, είτε για να την καταγγείλουν ως ανεπαρκή των περιστάσεων -και βεβαίως ως άλλοθι για τη δική τους συμπεριφορά- είτε για αντλήσουν δικαίωση ανοχής για την καθηλωτική γραμμή τους. Σε κάθε περίπτωση, η λαϊκή αποστασιοποίηση είναι το ποιοτικό χαρακτηριστικό της περιόδου. Η εκπροσώπηση καταρρέει. Ένα τμήμα της κιόλας, αναπτύσσεται εκτρωματικά. Ο «Κανένας» εκτοξεύεται. Οι κινητοποιήσεις πάγωσαν. Όχι από ιδεολογική υποστροφή και εναντίωση (παρότι συμβαίνει κι αυτό), αλλά κατ’ οικονομίαν. Ο κόσμος δεν μένει ατάραχος, δεν είναι του καναπέ. Δεξιά και αριστερά, τίθενται προτεραιότητες κατά βούληση, ανακυκλώνοντας τη σύγχυση. Η διάθεση προσφοράς (που υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν είναι και ασήμαντη), αναπτύσσεται βουβά, ανθρωπινά, έξω από τα κανάλια που επιχειρούν να την καρπωθούν. Έχει επιλεγεί η υποχωρητικότητα και η διολίσθηση ως μέθοδος αντίστασης. Και η καρτερία εμφανίζεται ως τακτική επιβίωσης. Αλλά η κοινωνική μηχανική προχωράει. Στηριγμένη στην ψυχική αποδοχή του γεγονότος ότι κομμάτια ολόκληρα της κοινωνίας πετάγονται στον Καιάδα. Πνιγηρός ρεαλισμός επισημαίνουν κάποιοι, σκοτάδι εναλλακτικών, θα υποστήριζαν άλλοι. Η κοινωνία βιώνει μια διάχυτη, απροσδιόριστη αίσθηση κινδύνου. Αιωρείται ο φόβος για το ενδεχόμενο εθνικού διαμελισμού, για τη μαζική μετανάστευση στο εξωτερικό. Μέσα σ’ αυτό το αντιφατικό μάγμα και τη σύγχυση, αυτά τα στοιχεία μέλει να αξιολογηθούν. Να προσπελαστούν, να γίνουν κατανοητά, να προσεταιριστούν και να περιληφθούν στη βάση μιας πολιτικής που θα ήθελε να αποβεί αποτελεσματική. Οι βολονταρισμοί απέτυχαν οικτρά μέχρι τώρα. Οι αποφασιστικού τύπου ρήξεις και συμπυκνώσεις δεν γίνονται δεκτές, πολύ περισσότερο δε όταν εμφανίζουν άγνοια κινδύνου. Είναι ανώδυνη και παρακαμπτική αυτή η κοινωνική συμπεριφορά; Ενδεχομένως, είναι και τέτοια. Ωστόσο, οφείλει να αναταχθεί από μια πολιτική. Ο κόσμος βλέπει τα ερείπια και κλονίζεται, καθηλώνεται. Τα βλέπει απαθής και η Αριστερά, χωρίς να ντρέπεται για λογαριασμό της…
Η άγνωστη γλώσσα της διεξόδου
Η Αριστερά, προς το παρόν, δείχνει ανίκανη να ωθήσει τα πράγματα σε μετάβαση, να μετατοπίσει τις πρακτικές της από το πεδίο των αντιστάσεων, σε κατεύθυνση και λόγο διεξόδου. Πολύ, δε, περισσότερο δεν δείχνει ικανή να προσανατολίσει την κοινωνική βάση, το μαζικό φορέα διεξόδου, να καταστήσει δηλαδή, την κοινωνία σώμα. Όχι όπως άλλοτε, μέσω μιας μικρής αριθμητικά πρωτοπόρας δύναμης, αλλά πλατύτερα, όπως το απαιτούν οι καιροί. Να συγκροτήσει τον αναγκαίο κοινωνικοπολιτικό χώρο, όχι ως άθροισμα επιμέρους αιτημάτων αλλά μέσω μιας μεγάλης ανασυνθετικής διαδικασίας. Ενδεικτικά, στο πρόβλημα της παιδείας που προέκυψε, θα ήταν αναγκαία μια «διδασκαλική» και συνάμα, πολιτική, στάση. Διδασκαλική (ήτοι παιδαγωγική, εκπαιδευτική, απευθυνόμενη προς όλους και φωτοδοτική για την παιδεία) και ταυτόχρονα πολιτική, το ένα μέσα στο άλλο. Όχι μόνο διεκδικητισμούς και συντεχνιακές προβολές, όσο κι αν οι εκπαιδευτικοί έχουν το δίκιο τους καθώς πλήττονται άγρια από τις απολύσεις. Το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς εξασφαλίζεται η κοινωνική υποστήριξη κάθε πολιτικής. Άραγε αυτό ώς πότε θα παραμένει αδιάφορο να απαντηθεί για την Αριστερά;
Η Αριστερά, προς το παρόν, δείχνει ανίκανη να ωθήσει τα πράγματα σε μετάβαση, να μετατοπίσει τις πρακτικές της από το πεδίο των αντιστάσεων, σε κατεύθυνση και λόγο διεξόδου. Πολύ, δε, περισσότερο δεν δείχνει ικανή να προσανατολίσει την κοινωνική βάση, το μαζικό φορέα διεξόδου, να καταστήσει δηλαδή, την κοινωνία σώμα. Όχι όπως άλλοτε, μέσω μιας μικρής αριθμητικά πρωτοπόρας δύναμης, αλλά πλατύτερα, όπως το απαιτούν οι καιροί. Να συγκροτήσει τον αναγκαίο κοινωνικοπολιτικό χώρο, όχι ως άθροισμα επιμέρους αιτημάτων αλλά μέσω μιας μεγάλης ανασυνθετικής διαδικασίας. Ενδεικτικά, στο πρόβλημα της παιδείας που προέκυψε, θα ήταν αναγκαία μια «διδασκαλική» και συνάμα, πολιτική, στάση. Διδασκαλική (ήτοι παιδαγωγική, εκπαιδευτική, απευθυνόμενη προς όλους και φωτοδοτική για την παιδεία) και ταυτόχρονα πολιτική, το ένα μέσα στο άλλο. Όχι μόνο διεκδικητισμούς και συντεχνιακές προβολές, όσο κι αν οι εκπαιδευτικοί έχουν το δίκιο τους καθώς πλήττονται άγρια από τις απολύσεις. Το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς εξασφαλίζεται η κοινωνική υποστήριξη κάθε πολιτικής. Άραγε αυτό ώς πότε θα παραμένει αδιάφορο να απαντηθεί για την Αριστερά;
*Ομήρου Οδύσσεια: Αναχώρηση από τη χώρα των Λωτοφάγων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου